Οι φοιτητές στο γύρισμα του 20ου αι. – Παλεύουν για μια καλύτερη Ελλάδα, αλλά αρνούνται στον αγώνα τη συμμετοχή των γυναικών

 Της Τόνιας Α. Μανιατέα

propoli

   Είναι της νιότης ίδιον να αξιώνει να αλλάξει τον κόσμο. «Νέος θα πει να προσπαθείς να γκρεμίσεις τον κόσμο και να έχεις το θράσος να θες να οικοδομήσεις έναν καινούριο, καλύτερο» έγραφε κάπου στις αρχές του 20 ου αι. ο Νίκος Καζαντζάκης και πώς όχι, άλλωστε, όταν οι σελίδες εκείνων των πρώτων δεκαετιών του αιώνα ήταν πυκνογραμμένες από νεανικό σφρίγος και ορμή… Όχι πως έλειψαν κι άλλοτε οι διεκδικήσεις των νέων, ανδρών και γυναικών. Όμως, τότε που το ελληνικό κράτος, απελευθερωμένο από τον τουρκικό ζυγό, προσπαθούσε να βρει έναν ανεξάρτητο, σίγουρο βηματισμό, ρίζωνε στα αμφιθέατρα και ο σπόρος ενός δραστήριου φοιτητικού κινήματος. Ανδροκρατούμενου μεν, πλην όμως, αποτελεσματικού. Ήταν, βλέπεις, εκείνη η εποχή των σθεναρών αξιώσεων. Της καθιέρωσης των … ουσιαστικοποιημένων επιθέτων, των «-ικων» και «-ακών», που οι φοιτητές παρήγαγαν και έγραψαν στην ιστορική μνήμη. «Γαλβανικά», «ευαγγελικά», «ορεστειακά», «γυμναστικά». Κι όλα αυτά, κατά έναν περίεργο, ανεξήγητο λόγο, εμφανίζονταν πέριξ των Χριστουγέννων. Σαν και τώρα καλή ώρα…

   ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΜΕ ΤΑ ΨΑΘΙΝΑ ΚΑΠΕΛΑ ΓΡΑΦΟΥΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

   Είχαν προηγηθεί τα «σκιαδικά», το 1859. Διαδήλωση των φοιτητών με σιφνέικα ψάθινα καπέλα (σκιάδια), στο πεδίο του Άρεως, ως ένδειξη υποστήριξης στην πεποίθηση του υπ. Εξωτερικών Αλ. Ρίζου Ραγκαβή, ότι οι εύπορες οικογένειες της Ελλάδας πρέπει να στηρίξουν την εγχώρια παραγωγή προϊόντων. Αλλά ξαφνικά στο πεδίο εμφανίζονται εισαγωγείς τέτοιων καπέλων από το εξωτερικό, να φορούν κουρελιασμένα σκιάδια διακωμωδώντας την πρωτοβουλία των νέων. Τα επεισόδια που ακολουθούν λήγουν με την παρέμβαση της αστυνομίας και τη σύλληψη αρκετών. Την επομένη, φοιτητές και πολίτες συγκεντρώνονται στα προπύλαια, απαιτώντας από τον υπ. Εσωτερικών την απελευθέρωση των συλληφθέντων και την παύση του αστυνομικού διευθυντή. Ο υπουργός τους παραπέμπει στον Όθωνα, ο οποίος δεν τους δέχεται. Τα πνεύματα οξύνονται περισσότερο και η κεντρική διοίκηση αναγκάζεται να υποχωρήσει. Οι συλληφθέντες αφήνονται ελεύθεροι. Ο αστυνομικός διευθυντής παύεται από τα καθήκοντά του.

   Στα τέλη του 1896 – αρχές του 1897 καταγράφονται τα «γαλβανικά». Είναι οι διαμαρτυρίες των φοιτητών της Ιατρικής εναντίον του καθηγητή Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, οφθαλμιάτρου Ιούλιου Γαλβάνη. Ζητούν την απόλυσή του. Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν ως αφορμή της εξέγερσης την επιμονή του Γαλβάνη να χορηγεί «απόδειξη ακροάσεως» για το μάθημά του, μόνο σε φοιτητές που κάνουν την πρακτική τους στην κλινική του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», της οποίας εκείνος ηγείται. Οι φοιτητές αντιδρούν. «…Είσθε ανάξιοι νά κατέχητε τάς φοιτητικάς έδρας καί ατιμάζετε τήν Ελλάδα καί τό Έλληνικόν Πανεπιστήμιον», ακούγεται κάποτε να τους επιπλήττει ο καθηγητής, προκαλώντας την οργή τους, που καταλήγει σε αιματηρή διαδήλωση. Για πολλούς, η αιτία των επεισοδίων αναζητείται σε έντονη διαφωνία περί το φλέγον θέμα της εποχής, το «κρητικό ζήτημα». Όπως κιαν προκλήθηκε η αναταραχή, το σίγουρο είναι ότι η σφοδρή αντιπαράθεση καθηγητή και φοιτητών οδηγεί στην πρώτη κατάληψη του κεντρικού κτηρίου του πανεπιστημίου της Αθήνας και σε παρέμβαση της χωροφυλακής και του στρατού για την αποκατάσταση της τάξης.

   Αλλά οι ζυμώσεις στον πολιτικό στίβο είναι πολλές και ποικίλες και το αίμα των νεολαίων, που έχουν αποδείξει ότι δεν πτοούνται από κίνδυνο, εξακολουθεί να βράζει. Η εποχή προσφέρεται για αγώνες και διεκδικήσεις. Το ελληνικό κράτος προσπαθεί να σταθεί όρθιο μετά και την ήττα στον ελληνικοτουρκικό πόλεμο του 1897 με αφορμή το «κρητικό ζήτημα», όλοι ζητούν ευθύνες, κάποιοι πολιτευτές οξύνουν τα πνεύματα επιδιώκοντας να αλιεύσουν εκλογική πελατεία, ανακριτικές επιτροπές σε στρατό και ναυτικό θεμελιώνουν κατηγορίες για την εθνική ταπείνωση. Η απογοήτευση των πολιτών είναι εμφανής και γενικευμένη πια η επιθυμία να αλλάξουν τα «κακώς κείμενα» και να εκσυγχρονιστεί η πολιτική ζωή με μείωση των παρεμβάσεων του παλατιού και αποδυνάμωση του παλαιοκομματικού συστήματος. Μέσα σε όλα αυτά, πυροδοτείται το φιτίλι του γλωσσικού ζητήματος και αυτή τη φορά το φοιτητικό κίνημα, υπερασπιζόμενο την καθαρεύουσα και καταβάλλοντας σκληρό αντίτιμο 8 (κατά άλλες πηγές 11) νεκρών, το 1901 καταχωρεί στην ιστορία τα «ευαγγελικά» (επεισόδια για την απόδοση της Αγίας Γραφής στη δημοτική – έχει προηγηθεί σχετική έρευνα του ΑΠΕ) και κατόπιν τα «ορεστειακά» (επίσης για την απόδοση στη δημοτική, αυτή τη φορά της τριλογίας «Ορέστεια»).

   ΤΑ «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΑ» – ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 113 ΧΡΟΝΙΑ

   Τον Νοέμβριο του 1907, ένα υπόμνημα γίνεται η αιτία μιας νέας έκρηξης των φοιτητών, που περνάει στην ιστορία με το όρο «γυμναστικά». Το υπόμνημα που υποβάλλεται στο πανεπιστήμιο αφορά τη σχολική γυμναστική. Προτείνει την υιοθέτηση της σουηδικής γυμναστικής ως επίσημης του ελληνικού κράτους, την αύξηση του μισθού των γυμναστών, την ίδρυση γυμναστικής επιθεώρησης, τη δημιουργία χώρων άθλησης, αλλά κυρίως την υποχρεωτική είσοδο της σωματικής αγωγής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ο διευθυντής του Ακαδημαϊκού Γυμναστηρίου, Σπ. Αρβανίτης, παίρνει το θέμα …ζεστά και ζητεί μετ΄ επιτάσεως την υποχρεωτική παρουσία των φοιτητών για τουλάχιστον 110 φορές στο γυμναστήριο, ως προϋπόθεση για να μετέχουν στις εξετάσεις. Με υπόμνημά τους οι νεολαίοι του πανεπιστημίου ζητούν μεταξύ άλλων προαιρετικότητα του μαθήματος της γυμναστικής και την αντικατάσταση του Αρβανίτη. Καταλήγουν, δε, «θερμώς καθικετεύοντες» τον πρύτανη: «όπως εν τη υπέρ του γενικού καλού του πανεπιστημίου μερίμνη υμών ενεργήσητε ό,τα απαιτείται για την εύρυθμον και κανονικήν λειτουργίαν του ακαδημαϊκού γυμναστηρίου, του φυτωρίου τούτου αλκίμων στρατιωτών». Το υπόμνημα πέφτει στο κενό. Ένα νέο φιτίλι πυροδοτείται στη φοιτητική κοινότητα. Με μπροστάρηδες τους τελειόφοιτους, οι νέοι του πανεπιστημίου Αθηνών εξεγείρονται. Σκίζουν τους καταλόγους του γυμναστηρίου και απέχουν από τα μαθήματα. Είναι μέσα Νοεμβρίου. Τα επεισόδια διαρκούν ίσαμε τις 3 Δεκεμβρίου (σαν σήμερα), οπότε παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Το κεντρικό κτήριο του πανεπιστημίου και τα παραρτήματά του καταλαμβάνονται. Η σύγκλητος διακόπτει τα μαθήματα, το υπουργικό συμβούλιο αποφασίσει να κλείσει το πανεπιστήμιο, ο υπουργός Παιδείας διατάζει καταστολή. Χωροφύλακες εισβάλλουν στον χώρο του πανεπιστημίου, οι φοιτητές -οπλισμένοι με περίστροφα, λένε αυτόπτες- καταλαμβάνουν και οχυρώνονται στο Ανατομείο και τη Νομική. Ανάμεσά τους, φοιτητής της Νομικής, είναι και ο κατοπινός «γέρος της Δημοκρατίας», ο Γεώργιος Παπανδρέου. Επί τόπου καταφθάνουν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις. Οι πρώτες τουφεκιές πέφτουν για εκφοβισμό στον αέρα. Ένας ψύχραιμος δικαστικός λειτουργός, ο Κ. Λυκουρέζος, καταφέρνει να μπει στο Ανατομείο και να πείσει τους φοιτητές να αποχωρήσουν. «Εκόπασεν εξ ολοκλήρου η θύελλα η οποία είχεν ενσκήψει κατά τας τελευταίας ημέρας εις το Πανεπιστήμιον και τα παραρτήματά του… και μόνον ο βηματισμός των φρουρών στρατιωτών ακούεται εν αυτοίς…» δημοσιεύουν την επομένη οι εφημερίδες.

   «ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ!» – Η ΧΛΕΥΗ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ

   Κι ενώ οι άνδρες διεκδικούν με πάθος το καλύτερο μέλλον που προοιωνίζεται η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, έχοντας εξασφαλισμένο εκ του φύλου τους το δικαίωμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι γυναίκες παραμένουν αγκυλωμένες στον «εν οίκω» ρόλο τους κι ας έχουν χαράξει ανεξίτηλο το εκτόπισμά τους στην υπόθεση του Αγώνα η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Φοιτητικό και γυναικείο είναι κινήματα των οποίων η γέννηση συμπίπτει, πλην όμως η διαδρομή διαφέρει. Κοινωνικές συμβάσεις που εμποδίζουν την επαναστατικότητα των φοιτητών (αποκλειστικά ανδρών) δεν υπάρχουν. Αντίθετα, θριαμβεύουν οι συμβάσεις που υποδεικνύουν και συντηρούν την υποδεέστερη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία. Η χώρα ανεξαρτητοποιείται, αλλά το θήλυ είναι ακόμα «ανίσχυρο» για πορεία προς την ανεξαρτησία του… Οι γυναίκες πρέπει να αγωνιστούν σκληρά για να πετύχουν δικαιώματα των ανδρών και κυρίως, το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση, απ΄ όπου ξεκινά η χειραφέτησή τους.

   Το 1884, η Σεβαστή Καλλισπέρη υποβάλλει αίτηση εγγραφής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της δίδεται η άδεια να περάσει από εξετάσεις, πετυχαίνει, αλλά το υπουργείο Παιδείας της απαγορεύει τη φοίτηση «λόγω φύλου». Η Καλλισπέρη δεν πτοείται. Φεύγει στο Παρίσι, σπουδάζει στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και επιστρέφει νικήτρια στην Ελλάδα, όπου διορίζεται δασκάλα στο Αρσάκειο Παρθεναγωγείο.

   Το 1887, η 18χρονη Ελένη Παντελίδου υποβάλλει αίτηση εγγραφής για την Ιατρική Σχολή. Της απαγορεύουν τη φοίτηση. Αυτοκτονεί αφήνοντας ένα σκληρό σημείωμα: «ο θάνατος μου ας ακουστεί ως κραυγή σε εκείνους οίτινες θεωρούν τη γυναίκα ως μεσαιωνική δούλη».

   Ό,τι δεν επιτυγχάνει η αυτόχειρας το 1887, πετυχαίνουν οκτώ χρόνια μετά, οι Κεφαλλονίτισσες Αλεξάνδρα και Αγγελική Παναγιωτάτου. Η αυτοθυσία της Παντελίδου αναγκάζει την κεντρική διοίκηση να δεχθεί ως φοιτήτριες στην Ιατρική Σχολή τις αδελφές, αλλά η εγγραφή τους προκαλεί την έκρηξη του πρύτανη Δαμαλά, ο οποίος διαμαρτύρεται στο υπουργείο Παιδείας «δια την ανάμιξιν των δύο φύλων». Όσο για τους συμφοιτητές τους, τις υποδέχονται με χλεύη και ειρωνεία. Οι κοπέλες θωρακίζονται με δύναμη και συνεχίζουν. Εξασφαλίζουν το πτυχίο τους και φεύγουν για μετεκπαίδευση στην Αυστρία. Η Αλεξάνδρα πεθαίνει νεότατη, αλλά η Αγγελική παίρνει το διδακτορικό της. Έχοντας ειδικευτεί στη μικροβιολογία, εγκαθίσταται στην Αίγυπτο, όπου αφιερώνεται επί μακρόν στη μελέτη των μολυσματικών ασθενειών. Το 1908 επιστρέφει στην Αθήνα, υποβάλλοντας αίτηση για τη θέση υφηγητή της Ιατρικής Σχολής. Στο πόνημά της «Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα», η Κούλα Ξηραδάκη σημειώνει ότι ορισμένοι καθηγητές αντέδρασαν έντονα και φρόντισαν να απουσιάσουν από τις συνεδριάσεις κατά τις οποίες συζητείτο η αίτηση της Παναγιωτάτου, προκειμένου να μην επιτευχθεί η εκλογή της. Εις των εκ των καθηγητών μάλιστα, αποχώρησε επιδεικτικά από συνεδρίαση όπου απαιτείτο απαρτία για τη λήψη της απόφασης. Ωστόσο, η Παπαγιωτάτου τα καταφέρνει. Διορίζεται υφηγήτρια. Αλλά μετά τους καθηγητές, πρέπει να «πολεμήσει» και τους φοιτητές. «Όταν ανήλθεν επί της έδρας δια να διδάξει, εσείσθη το καταπέτασμα του ναού του Ασκληπιού. Οι φοιτηταί, μαγκουροφόροι και μουστακαλήδες κατά την εποχήν εκείνην, ωρύοντο από τα θρανία. “Στην κουζίνα, στην κουζίνα” της εφώναζον και μολονότι είχε δικαίως αναγνωρισθεί η επιστημονική αξία της, εθεωρήθη ως ακατάλληλος και επαύθη» περιγράφουν οι χρονικογράφοι της εποχής. Η Παναγιωτάτου φεύγει στην Ευρώπη, όπου διανύει λαμπρή πορεία και αποσπά τον έναν έπαινο μετά τον άλλο για το επιστημονικό της έργο. Στην Ελλάδα, ανακάμπτει πολλά χρόνια μετά (1947) ως καθηγήτρια πια της Ιατρικής Σχολής, ενώ το 1950 εκλέγεται αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

   Το 1903 η Σοφία Λασκαρίδου πετυχαίνει τη φοίτησή της στην Καλών Τεχνών. Είναι η πρώτη γυναίκα φοιτήτρια στη Σχολή και η σχεδόν απρόσκοπτη είσοδός της στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση πιστώνεται στην αίγλη της μητέρας της, πρωτοπόρου παιδαγωγού Αικατερίνης Χρηστομάνου, σπουδαγμένης στην Ευρώπη.

   Νωρίτερα, το 1890, η Ιωάννα Στεφανόπολι καταφέρνει να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή (αν και ολοκληρώνει τις σπουδές της στο Παρίσι) και αργότερα να διακριθεί ως δημοσιογράφος, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον πατέρα της, Αντώνη, εκδότη της γαλλόφωνης εφημερίδας Messager d΄ Athenes («Αγγελιοφόρος της Αθήνας»), γεννημένου στην Κορσική από ισχυρή οικογένεια με μανιάτικη καταγωγή.

   Παρά τα επίμονα περήφανα βήματα των γυναικών προς τις… απαγορευμένες ζώνες του «ισχυρού φύλου», ανδρικές φωνές εξακολουθούν να αντιστέκονται σθεναρά στην «άλωση». Το 1896, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας, ξεσηκώνει έντονες αντιδράσεις με άρθρο του υπό τον τίτλο «Αι γράφουσαι» στην εφημερίδα «Ακρόπολις». «Αι γράφουσαι Ελληνίδες δεν πρέπει να μετεκδύονται, γράφουσαι, εις άνδρας, αλλά να αρκώνται εις μόνα του φύλου των τα χαρίσματα, την λεπτότητα, την χάριν, την φιλοκαλίαν, την ευαισθησίαν ή την πονηρίαν. Γυνή σοβαρευομένη και στομφολογούσα προξενεί την αυτήν σχεδόν εντύπωσιν ως αν ηρέσκετο να επιδεικνύει μεγάλον γρόνθον ή χονδρήν φωνήν» γράφει, προκαλώντας τη μήνι των γυναικών.

   Η «μπηχτή» του Ροΐδη απευθύνεται σε δύο γυναίκες, που… τολμούν να υψώσουν το κεφάλι τους πάνω από τους άνδρες: στην Καλλιρόη Παρρέν, την πρώτη Ελληνίδα που έλαβε τον τίτλο της δημοσιογράφου και μάλιστα, το 1887, έγινε εκδότρια και διευθύντρια της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Εφημερίς των Κυριών», με συντάκτριες αποκλειστικά γυναίκες και φυσικά, στη Στεφανόπολι. Ωστόσο, ουδεμία εκ των δύο πτοείται. Η Παρρέν έχει ήδη κερδίσει την αναμέτρηση με τους άνδρες εξασφαλίζοντας την αναγνώριση αρκετών από αυτούς, η δε Στεφανόπολι, είναι μπολιασμένη από τον πατέρα της, οπαδό της Μεγάλης Ιδέας, με τόσο υψηλά ιδανικά, που δεν τη φτάνουν τα έμφυλα «χτυπήματα»…

   Κατά μία παράξενη συγκυρία τα ονόματα «Παρρέν» και «Στεφανόπολι», των πρώτων γυναικών δημοσιογράφων της χώρας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Το ΑΠΕ ιδρύθηκε ως ιδιωτική εταιρεία το 1895 από τον πατέρα της Ιωάννας, Αντώνη, και έφερε το όνομα «Τηλεγραφικό Πρακτορείο Ιωάννη Στεφανόπολι», στη μνήμη του παππού της. Αλλά το ελληνικό Δημόσιο εξαγόρασε το Μέσο της οικογένειας Στεφανόπολι και την 1 η Ιανουαρίου του 1905 παρουσίασε το δημόσιο πια «Πρακτορείο Αθηνών» με διευθυντή τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, σύζυγο της Καλλιρόης, ο οποίος 1908 αναβάπτισε το πρακτορείο σε «Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων».

©Πηγή: amna.gr

Loading