Από το σαλόνι της (σ.σ. της Ιωάννας Τσάτσου, στην οδό Κυδαθηναίων 9, στην Πλάκα) πέρασαν οι μεγαλύτερες μορφές της Γενιάς του ’30, οι πολιτικοί που κρατούσαν το τιμόνι της Ελλάδας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ακαδημαϊκοί και φιλόσοφοι του Δικαίου, ζωγράφοι, θεατράνθρωποι και μουσικοί. Η άρχουσα τάξη του πνευματικού και πολιτικού κατεστημένου των δεκαετιών του ’30, του ’50, του ’60 και του ’70.
Μπορεί να μην πίστεψε ποτέ στην Αριστερά και να διαφωνούσε με τον σοσιαλισμό, αλλά είναι μια γυναίκα με πτυχίο Νομικής, που αγωνίστηκε για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών, που δούλεψε στην Κατοχή για χιλιάδες άπορους και κυνηγημένους. Μια γυναίκα που πολλοί θα ήσαν έτοιμοι να την εκλέξουν στην Ακαδημία Αθηνών, που έχει 20 βιβλία στο ενεργητικό της (ποιητικές συλλογές, μαρτυρίες, βιογραφίες) και που, μεταξύ άλλων διακρίσεων, έχει τιμηθεί με το Χρυσό Μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας. Πάνω από όλα όμως, είναι μια γυναίκα απλή και γλυκομίλητη, που σταματά να σου διηγείται για να απαγγείλει ένα ποίημα ή να σιγοτραγουδήσει έναν σκοπό. Στα 85 της, όπως λέει, «δεν προφταίνω τη μέρα μου».
Δέχεται τηλεφωνήματα και αιτήματα, επισκέψεις φίλων και αγνώστων που θέλουν να ζητήσουν την παρουσία της σε κάποια εκδήλωση, παρακολουθεί ομιλίες «εφόσον με ενδιαφέρουν» και επίσημες βραδιές, αλλά και αρνείται πλήθος προσκλήσεων. Στην τηλεόραση βλέπει απαραιτήτως τις ειδήσεις και, όπως λέει στα «Νέα», «μου αρέσει το απόγευμα, γιατί τότε μπορώ να εργαστώ για τον εαυτό μου. Τότε είναι που έρχονται όλες οι ιδέες και όλοι οι εφιάλτες — οι αναμνήσεις».
Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται που νιόπαντρη επισκέφθηκε τον Παλαμά, θυμάται τον Ρώμο Φιλύρα και τον Σικελιανό που της έγραψαν ποιήματα. Θυμάται «τον Κωστάκη, που δεν ήταν ωραίος, αλλά ήταν τόσο πλούσιος στην ψυχή», θυμάται κάποιους ακαδημαϊκούς που είχαν δηλώσει ότι δεν θα ψηφίσουν τον Τσάτσο στην Ακαδημία και τον Σεφέρη που δεν υπέβαλε ποτέ υποψηφιότητα, παρ’ όλες τις προτροπές. Θυμάται έντονα τον πόνο της Κατοχής και το πρόσωπό της φωτίζεται όταν μιλά για τον Θεό. «Η πίστη», λέει, «είναι όπως και ο έρωτας. Μια θεία ευλογία».
Στη συνέχεια, η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει τη ζωή της ανάμεσα σε ισχυρές προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γιώργος Σεφέρης, αποκαλύπτοντας πως, παρά την απόφασή της να μην δημοσιεύσει νωρίς, οι συζητήσεις και οι σχέσεις που διατηρούσε με αυτούς την επηρέασαν βαθιά.
Στην Κατοχή, η ζωή ήταν τόσο σκληρή που άρχισε να γράφει ημερήσιες σημειώσεις για να ανακουφιστεί. Έτσι γεννήθηκαν τα «Φύλλα Κατοχής», τα οποία κυκλοφόρησαν το 1965. Ευγνωμονώ τον Θεό που με βοήθησε να διατυπώσω τον πόνο και να τον κάνω έτσι ελαφρύτερο. Από το 1968, ακολούθησε η ποιητική της δραστηριότητα, με σημαντικά έργα που καταγράφουν τα συναισθήματα και τις εμπειρίες της.