Η νέα ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, «Harvest», υποδέχτηκε θερμά σχόλια από τους κριτικούς του διεθνούς τύπου στη Μόστρα. Με την ταινία αυτή, η Ελληνίδα σκηνοθέτις επιστρέφει στο διαγωνιστικό τμήμα του 81ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, διεκδικώντας το Χρυσό Λέοντα, δεκατέσσερα χρόνια μετά την επιτυχία του «Attenberg» (βραβείο γυναικείας ερμηνείας στην Αριάν Λαμπέντ).
Η ταινία, βασισμένη στο ομότιτλο βραβευμένο μυθιστόρημα του Τζιμ Κρέις, αποτυπώνει μια σκληρή δραματική αφήγηση εποχής, ακολουθώντας την προσπάθεια ενός αγρότη (τον υποδύεται ο Κέιλεμπ Λάντρι-Τζόουνς του «Nitram» και του «Dogman») και του γαιοκτήμονα φίλου του (Χάρι Μέλινγκ) να αντιμετωπίσουν την επίθεση ενός εξωτερικού εχθρού. Αν και η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια αδιευκρίνιστη εποχή, πιθανόν στον 17ο ή 18ο αιώνα, ο πραγματικός εχθρός είναι ο καπιταλισμός.
Το Variety περιγράφει την ταινία ως ένα «σκληρό φιλμ που βυθίζει το κοινό στη λάσπη, τον ιδρώτα και τα δάκρυα της προβιομηχανικής γεωργίας», ενώ το Hollywood Reporter επισημαίνει την «νηφάλια και αξιοσημείωτης ωριμότητας» προσέγγιση που καταφέρνει να συγκινήσει.
Η υποψήφια για το Χρυσό Λέοντα ταινία είναι συμπαραγωγή Βρετανίας, Γερμανίας, Ελλάδας (Haos Film, Faliro House), Γαλλίας και ΗΠΑ, με σενάριο που υπογράφουν η σκηνοθέτις και η Τζόσλιν Μπαρνς.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα του Τζιμ Κρέις, δηλώνοντας: «Ο βασικός ήρωάς του, ο Γουόλτ, είναι ένας άνθρωπος που δεν κάνει τίποτα. Σε μία αθώα κοινότητα που περιμένει από αυτόν να είναι ηγέτης, εκείνος μένει άπραγος. Είναι σαν μια Εδέμ που προηγείται του καπιταλισμού, ο οποίος τα καταστρέφει όλα. Ο Γουόλτ προσπαθεί να κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω του, είναι κατακερματισμένος και νοσταλγεί το παρελθόν που του έχει αφαιρεθεί, ενώ ταυτόχρονα λαχταρά ένα μέλλον που δεν θα έχει ποτέ».
Η Ελληνίδα σκηνοθέτις πρόσθεσε: «Δεν μπορώ να αναλύσω περισσότερο το πολιτικό σχόλιο της ταινίας γιατί σιχαίνομαι τις ταινίες που δίνουν μηνύματα. Ο Γουόλτ όμως με εμπνέει ως αντιήρωας γιατί αντιπροσωπεύει τις ανθρώπινες αδυναμίες μας: είμαστε φοβισμένοι μπροστά στην εξουσία, καταναλώνουμε και παρακολουθούμε παθητικά. Είναι η τέχνη του να μην κάνεις τίποτα, για τίποτα».
Η ιστορία είναι άχρονη, όπως εξήγησε: «Δεν είναι μία ταινία για το παρελθόν. Ίσως είναι πιο σωστό να τη δούμε ως μια δυστοπική ματιά στο παρόν και στο μέλλον. Ένα sci-fi παραμύθι για το πώς αντιλαμβάνομαι το παρόν της ανθρωπότητας». Σημείωσε ότι δεν είναι σίγουρη αν πρόκειται για ένα τυπικό γουέστερν, αναφερόμενη στην προτίμησή της για το αμερικανικό σινεμά των 70s.
Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Σκωτία, καθώς όπως είπε «ήθελα να ανακαλύψω έναν τόπο, όχι να τον κατασκευάσω με σκηνικά. Ήμασταν μια μικρή παραγωγή χωρίς πολλά χρήματα και αναζητήσαμε την περιοχή που αναφέρεται στο βιβλίο, βιώνοντας έτσι τη διαδικασία με έντονο και προσωπικό τρόπο».