Η τελευταία επιθυμία… Οι συγκλονιστικές ιστορίες της Μαριέκε Βέρβουρτ και των Κονιέτσκα, Νούβολι, Σχούνμπαερτ που επέλεξαν την ευθανασία

Του Αντώνη Βαζογιάννη

propoli

Πολλές φορές η ζωή ξεπερνά την «τέχνη των τεχνών», τον κινηματογράφο. Ακόμα κι όταν τα κινηματογραφικά σενάρια αποτελούν μέρος της πραγματικότητας. Όπως, για παράδειγμα, της οσκαρικής ταινίας «Η θάλασσα Μέσα μου» (του Αλεχάντρο Αμεναμπάρ, με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ), που είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία του ισπανού συγγραφέα Ραμόν Σαμπέδρο, ο οποίος κλινήρης επί 30 χρόνια ύστερα από ατύχημα, διεκδίκησε νομικά το δικαίωμα στην ευθανασία.

Το βράδυ της Τρίτης 22 Οκτωβρίου 2019, η Μαριέκε Βέρβουρτ, Βελγίδα «χρυσή» Παραολυμπιονίκης, επέλεξε την ευθανασία, εγκαταλείποντας τη θεραπεία που ακολουθούσε. Έκλεισε τα μάτια της και… κοιμήθηκε για πάντα στα 40 της χρόνια. Είχε προετοιμαστεί γι ‘αυτό, για μεγάλο χρονικό διάστημα, κρατώντας στα χέρια της τα απαραίτητα έγγραφα. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήθελε να πεθάνει. Ήθελε να ζήσει. Αλλά να ζήσει με τους όρους της.

Η ευθανασία είναι ο θάνατος που προκαλείται, συνήθως από γιατρό, σε ένα εχέφρον άτομο που το ζήτησε. Νόμιμη στο Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο και τον Καναδά.  Τη ζητούν περισσότερο άνθρωποι που πάσχουν από καρκίνο και από νοητικές ή νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Οι συχνότερες ανησυχίες τους, είναι η απώλεια αυτάρκειας και αξιοπρέπειας, η αδυναμία άσκησης δραστηριοτήτων που τους επιτρέπουν να απολαμβάνουν τη ζωή, η απώλεια ελέγχου των σωματικών λειτουργιών, η επιβάρυνση που συνεπάγεται για τα μέλη της οικογένειας και τους φροντιστές και η έλλειψη προοπτικών κλινικής βελτίωσης.

 

Η Μοριακέ Βέρβουρτ με τη Ζεν, το αγαπημένο της σκυλί

 

Η συγκλονιστική ιστορία της Μαριέκε Βέρβουρτ, γνωστή από την προηγούμενη δεκαετία, σκόρπισε συγκίνηση ανά τον κόσμο και προκάλεσε νέες συζητήσεις σχετικά με την ευθανασία, ένα εξαιρετικά πολύπλοκο θέμα με νομικές, ιατρικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις.

Το Μάρτιο του 2015 το ποδόσφαιρο… λύγισε, όταν ο 41χρονος  Βέλγος Λορέντσο Σχούνμπαερτ καθυστέρησε την πράξη της ευθανασίας του για να δει στο στάδιο Jan Breydel, για τελευταία φορά την αγαπημένη του ομάδα Μπριζ να αγωνίζεται (3-0 την Μουσκρόν). Πήρε την κόρη του, τη γυναίκα του, έκανε το γύρο του γηπέδου, αποθεώθηκε, πανηγύρισε και μια ημέρα αργότερα, τη Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015, έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Έπασχε από καρκίνο και είχε υποβληθεί σε 37 επεμβάσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες. 

«Η μεγαλύτερη μου επιθυμία πριν πεθάνω ήταν να δω ξανά την ομάδα μου», είχε δηλώσει ο Σχουνμπάερτ, γνωστός ως Λόρες, πριν από τον αγώνα. «Είμαι απίστευτα ευτυχισμένος τώρα. Αυτό θα είναι μια πολύτιμη μνήμη για την κόρη μου που μπορεί να απολαύσει όλη της τη ζωή. Το τελευταίο μου όνειρο έχει γίνει πραγματικότητα. Μπορώ να πεθάνω εν ειρήνη τώρα. Θα γιορτάσω από τον ουρανό», είπε μετά τον αγώνα.

 

Ο Λορέντσο Σχούνμπαερτ για τελευταία φορά στο στάδιο Jan Breydel, με την κόρη του και τη γυναίκα του

 

Η Βέρβουρτ, έχοντας αποφασίσει να σκορπιστεί η τέφρα της στο αγαπημένο της Λανθαρότε στα Κανάρια Νησιά, επέλεξε, ως τελευταία επιθυμία, μια βόλτα ως συνοδηγός με μία Race Lamborghini Huracan Evolution στη πίστα Zolder στο Βέλγιο, με τους γονείς της και τη Ζεν, το αγαπημένο της σκυλί, ως… μάρτυρες. Η συνεχής απειλή ενός επιληπτικού επεισοδίου είχε κάνει απαγορευτική για εκείνη την οδήγηση. «Έχω εκπληρώσει πολλά όνειρα στη ζωή μου, αυτό είναι το τελευταίο», είπε. Τέσσερις ημέρες πριν από τον θάνατό της, ανήρτησε μια φωτογραφία στο λογαριασμό της στο Instagram, ενώ αγωνιζόταν, γεμάτη ένταση με σκυμμένο κεφάλι και έχοντας τα δύο της χέρια στους τροχούς του αναπηρικού αμαξιδίου: «Δεν μπορώ να ξεχάσω τις καλές αναμνήσεις», έγραψε.

Η Μαριέκε έπασχε από μία εκφυλιστική νόσο των μυών, η οποία προκαλεί αφόρητο πόνο και παράλυση στα πόδια. Η ζωή της, όπως είπε κι έγραψε η ίδια στα δύο βιβλία της, ήταν μία συνεχής μάχη. Όλα ξεκίνησαν με ένα οδυνηρό πρήξιμο στο ένα πόδι. Από εκεί εξαπλώθηκε στα γόνατα και στα 20 της χρόνια ήταν απόλυτα εξαρτημένη από μια αναπηρική καρέκλα. Ένα σοκ για μία ανήσυχη έφηβη που μέχρι τότε κολυμπούσε, έκανε ποδήλατο, πολεμικές τέχνες και αναρρίχηση.

Εγκατέλειψε τις σπουδές της και βρήκε ένα καταφύγιο στον αθλητισμό. Ξεκίνησε με το μπάσκετ με αναπηρικές καρέκλες, προσπάθησε το τρίαθλο. Μάλιστα το 2007 έκανε το Ironman της Χαβάης για παρα-αθλητές.

Το 2008 η κατάστασή της επιδεινώθηκε σε τέτοιο βαθμό που έπρεπε να εγκαταλείψει το άθλημα. Ο πόνος μεγάλος, το ίδιο και η απώλεια της ανεξαρτησίας. Τότε αποκάλυψε ότι ήθελε να αυτοκτονήσει. Όμως η ψυχολόγος της, τής συνέστησε να μιλήσει με τον Dr Βιμ Ντίστελμανς, έναν από τους κορυφαίους ειδικούς στον τομέα της παρηγορητικής φροντίδας. Της πρότεινε μια εναλλακτική λύση: ευθανασία.

«Εύχομαι οι άνθρωποι να μην βλέπουν την ευθανασία ως έγκλημα», έλεγε με αγωνία έως το τέλος της.

Ο Γερμανός διεθνής ποδοσφαιριστής Φρίνχελμ Κονιέτσκα και ο Ιταλός διαιτητής Τζοβάνι Νούβολι, έδωσαν τη δική τους μάχη για να κερδίσουν το… δικαίωμα στον θάνατο. Ο Κονιέτσκα, γνωστός με το προσωνύμιο «Τίμο»,  λόγω της ομοιότητάς του με τον Ρώσο στρατάρχη Σέμιον Τιμοσένκο, είχε σημειώσει (24.8.1963) το πρώτο γκολ στην Ιστορία της Bundesliga, πέθανε σε ηλικία 73 ετών στις 12 Μαρτίου 2012, έχοντας υποφέρει χρόνια από καρκίνο. Ο Ιταλός πρώην διαιτητής ποδοσφαίρου, έπασχε από τη νόσο Lou Gehrig (ALS).  Όταν η ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να του δώσει το δικαίωμα στην ευθανασία, προχώρησε σε απεργία πείνας που του στοίχισε τη ζωή στις 23 Ιουλίου 2007.

«Αν δεν είχα τα χαρτιά αυτά (σ.σ: τα έγγραφα της ευθανασίας), δεν θα ήμουν σε θέση να πάω στους Παραολυμπιακούς Αγώνες. Ήμουν ένας πολύ καταθλιπτικός άνθρωπος, σκεφτόμουν πώς θα αυτοκτονήσω. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που έχουν τα χαρτιά εδώ στο Βέλγιο, έχουν ένα καλό συναίσθημα, δεν πρέπει να πεθάνουν από τον πόνο, μπορούν να επιλέξουν μια στιγμή και να είναι με τους ανθρώπους που θέλουν να είναι μαζί τους. Θέλουν να είναι βέβαιοι ότι έχουν έναν ήρεμο, όμορφο θάνατο», εξηγούσε η Μαριέκε Βέρβουρτ.

O προπονητής της, Ρούντι Μπούλενς, ήταν ο πρώτος που έμαθε την απόφασή της για ευθανασία και εκείνος που ήθελε να είναι δίπλα της όταν πέθανε.

Η Βελγίδα Ολυμπιονίκης επέλεξε, την εκρηκτικότητα των μικρών αποστάσεων στην αναπηρική καρέκλα της, που τις έφεραν τις μεγαλύτερες επιτυχίες και της επέτρεψαν να γνωρίσει την Ολυμπιακή δόξα. Προπονήθηκε σκληρά, χωρίς να καταφύγει σε δικαιολογίες, έστω κι αν συχνά αναρωτιόταν «Ξέρετε κάποιον που χρειάζεται μορφίνη για να προπονηθεί»;

Κατέκτησε ένα χρυσό και ένα ασημένιο μετάλλιο στα 100 και 200μέτρα των Παραολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου 2012. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Ρίο, πήρε  ένα χάλκινο στα 100 και ένα ασημένιο στα 400 στην κατηγορία T52.

Ο Τζος και ο Οντέτε Βέρβουρτ δεν διαφέρουν από τους υπερήφανους γονείς αθλητών που ταξιδεύουν για να στηρίξουν την κόρη τους.  Αλλά αυτοί, γνώριζαν επιπλέον ότι θα έπρεπε να υποστηρίξουν την απόφασή της να τερματίσει τη ζωή της με την ευθανασία.

«Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να πάρω τα χαρτιά μου και να πω ότι αρκετά! Θέλω να πεθάνω, μου δίνει ειρήνη όταν πονάω πολύ, δεν θέλω να ζήσω σαν φυτό», αναγνώρισε σε συνέντευξή της πριν από τους Αγώνες του Ρίο. Και ενώ αμέσως μετά το Ρίο έδειχνε να μην σκέφτεται την ευθανασία, στις αρχές του 2018 άλλαξε και πάλι γνώμη: «Είμαι και πάλι στη διαδικασία της ευθανασίας, θα αποφασίσω να το κάνω, είναι αδύνατο να ζήσω υπό αυτές τις συνθήκες».

Υπήρχαν βέβαια  και εκείνοι που έδειχναν έκπληκτοι, όταν το 2016 δημοσιοποίησε τα σχετικά με την ευθανασία έγγραφα, τονίζοντας πως έμοιαζε «σαν να ζητούσε συγγνώμη για μια ανήθικη πράξη».

Όταν σταμάτησε να αγωνίζεται είπε: «Άλλοι άνθρωποι σταματούν να αθλούνται, επειδή λένε ότι δεν θέλουν να το κάνουν πια, πρέπει να σταματήσω γιατί το μυαλό μου λέει ναι, προχώρησε ακόμα, μπορείς ακόμα να το κάνεις αλλά το σώμα μου κλαίει, λέει βοήθεια, σταμάτα την προπόνηση, με σπας».

Η Βέρβουρτ αναγκαζόταν να κάνει συχνά εισαγωγές στο νοσοκομείο, συνέχισε να χρησιμοποιεί κοινωνικά δίκτυα, για να επικοινωνεί με τους θαυμαστές της, να ευχαριστεί τους γιατρούς της, να δημοσιεύει εικόνες-αναμνήσεις.

Υπέφερε από τέτοιους πόνους, που ξυπνούσε τους γείτονές της φωνάζοντας τη νύχτα, οι νοσηλευτές την επισκέπτονταν τέσσερις φορές την ημέρα.

Ήταν όμως αποφασισμένη να μην χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο της ζωής που της είχε απομείνει. Έχει προγραμματίσει την κηδεία της που περιελάμβανε πολλά αφρώδη κρασιά, όπως αυτά που είχε στο ψυγείο της και άνοιγε στο δείπνο ως μέρος της ανακούφισης από τον πόνο.

«Έχω προετοιμάσει τα πάντα, έγραψα σε όλους όσοι βρίσκονται στην καρδιά μου, έγραψα σε κάθε πρόσωπο μια επιστολή όταν θα μπορούσα να το κάνω ακόμα με τα χέρια μου», είπε πει στο BBC. «Έχω γράψει κείμενα που πρέπει να διαβάσουν, θέλω όλοι να πιουν ένα ποτήρι κρασί, επειδή είχα μια πραγματικά καλή ζωή, είχα μια πολύ άσχημη ασθένεια, αλλά χάρη σε αυτή την ασθένεια, ήμουν σε θέση να  κάνω πράγματα που οι άνθρωποι μπορούν μόνο να ονειρεύονται, γιατί ήμουν πνευματικά τόσο ισχυρή. Θέλω οι άνθρωποι να θυμούνται ότι η Μαριέκε ήταν ζωντανή μέρα με τη μέρα και να απολάμβανε κάθε μικρή στιγμή».

Η Μαριέκε Βέρβουρτ είχε αποδεχθεί ότι ο χρόνος της στη Γη θα ήταν λίγος, αλλά ήταν αποφασισμένη να ζήσει κάθε στιγμή. Χρειάστηκε θάρρος για να καταφέρει να ζήσει αλλά και να πεθάνει με τους δικούς της όρους. Έτσι έζησε και έτσι πέθανε. Ίσως να πίστευε, ότι αν η ζωή είναι όμορφη- όπως λένε-, μπορεί να υπάρχει και… όμορφος θάνατος…

 

 

©Πηγή: amna.gr

Loading