Ασυμφωνία για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας & Ανάπτυξης της ΕΕ μεταξύ των οικονομολόγων

Στην σημερινή διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας & Ανάπτυξης της ΕΕ – Αναζητώντας τη χρυσή τομή» την οποία συνδιοργάνωσαν το Γραφείο του Ιδρύματος Χανς Ζάιντελ (Hanns Seidel Foundation) στην Ελλάδα και το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, έκαναν παρεμβάσεις διακεκριμένοι οικονομολόγοι οι οποίοι συμμετείχαν στη συζήτηση την οποία συντόνισε η οικονομολόγος, εκδότρια και αρχισυντάκτρια της αθηΝΕΑΣ Μαριάννα Σκυλακάκη.

propoli

Ο Ζολτ Ντάρβας (Zsolt Darvas), κύριος ερευνητής του Ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών τόνισε μεταξύ άλλων στην παρέμβασή του:

«Tο πιο σημαντικό έλλειμμα του Συμφώνου είναι ότι βασιζόμαστε σε μεταβλητές οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο παρακολούθησης και θα πρέπει να εξαλειφθούν. Ένα άλλο είναι το γεγονός ότι οι χώρες δεν κάνουν κτήμα τους, τους κανόνες και ότι πρέπει να συμμορφώνονται. Πάντα υπάρχουν κάποια περιθώριο για να κάνουν τις δικές τους ενέργειες, ελπίζοντας όμως ότι δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις και κυρώσεις από την πλευρά της Κομισιόν.

Είναι άραγε απαραίτητη η αναθεώρηση του Συμφώνου; Η κατάσταση είναι συγκεχυμένη. Κάποιες χώρες πιέζουν για μια εκ βάθρων αναθεώρηση, άλλες θεωρούν ότι όταν υπάρχει ένα νομοθετικό πλαίσιο και θα πρέπει να συμμορφωνόμαστε με αυτό και να μην το αλλάζουμε.

Υπάρχει ένα ζήτημα επίσης στο οποίο νομίζω ότι θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή και αυτό είναι οι πράσινες επενδύσεις και η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Νομίζω ότι οι μισές χώρες την επόμενη χρονιά θα βρίσκονται στο διορθωτικό σκέλος. Δεν θα πληρούν δηλαδή τα κριτήρια. Οι άλλες μισές στο προληπτικό σκέλος, χώρες δηλαδή οι οποίες δεν έχουν φτάσει τους μακροπρόθεσμους στόχους. Εκτός λοιπόν από το Λουξεμβούργο και τη Δανία, νομίζω ότι οι άλλες 24 χώρες θα χρειαστεί να προχωρήσουν σε μία δημοσιονομική προσαρμογή και όταν γίνεται αυτό, τότε δεν υπάρχουν περιθώρια να αυξήσουν τις επενδύσεις τους για το κλίμα. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και κάποιες άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες αυτό μπορεί να μην είναι μεγάλο πρόβλημα, διότι υπάρχουν πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι οποίοι κατευθύνονται σε αυτές τις πράσινες επενδύσεις. Για το υπόλοιπες όμως χώρες της Ευρώπη, για τις περισσότερες, αυτό δεν ισχύει. Θα πρέπει να προχωρήσουν σε δαπάνες και δεν θα μπορέσουν να το κάνουν με τους ισχύοντες κανόνες. Εάν δεν προχωρήσουμε σε μέτρα κατά της κλιματικής αλλαγής, θα είναι καταστροφικές οι συνέπειες και η δημοσιονομική πολιτική στην Ευρώπη παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό. Με τους τρέχοντες κανόνες φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρουμε».

O Μιχάλης Αργυρού, πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς είπε μεταξύ άλλων τα εξής:

«Πιστεύω ότι δεν υπάρχει κάποιος ο οποίος να διαφωνεί με την ανάγκη ύπαρξης κανόνων στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Είναι αναγκαίοι και για τη μακροοικονομική σταθερότητα. Το θέμα είναι τι κανόνες χρειαζόμαστε και έχοντας ήδη μια δέσμη κανόνων, εάν η αναθεώρηση θα πρέπει να γίνει τώρα. Βασιζόμαστε όμως στο πλαίσιο που ήδη έχουμε, σε πληροφορίες του παρελθόντος. Οι κανόνες καθιερώνονται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Τα τελευταία 2-3 χρόνια ζούμε μια θεμελιώδη αλλαγή. Η κρίση του κορονοϊού αποτέλεσε ένα σοκ και οδήγησε σε πολύ υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέους. Η τεράστια διάσταση της πανδημίας καταδεικνύει ότι κάποιοι κανόνες έχουν ξεπεραστεί. Φυσικά δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε τη σημασία της δημοσιονομικής σταθερότητας. Λαμβάνοντας υπόψη όμως τις προοπτικές τις μακροοικονομικές, αλλά και δεδομένης της εμπειρίας του παρελθόντος, δεν πρέπει να είμαστε ούτε υπέρμετρα φιλόδοξοι, ούτε λιγότερο φιλόδοξοι από όσο πρέπει. Νομίζω ότι θα πρέπει να προσπαθήσουμε να επιτύχουμε μια ισοσκελισμένη προσέγγιση.

Εν γένει οι κανόνες δεν πρέπει να είναι φιλοκυκλικοί, όπως στο παρελθόν. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι έχουμε μια δημοσιονομική πολιτική η οποία είναι αντικυκλική, όχι φιλοκυκλική. Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να δημιουργούν το περιθώριο, να δίνουν διακριτική ευχέρεια για να αντιμετωπίζουμε τις προκλήσεις όπως είναι η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση. Είναι τεράστιες οι επενδύσεις που απαιτούνται και στους δύο τομείς.

Θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντική η αναθεώρηση του Συμφώνου για να πετύχουμε την αποτελεσματική υλοποίηση της πράσινης μετάβασης. Μπορεί να υπάρχουν προσεγγίσεις όπως αυτή του Μηχανισμού σταθερότητας και του μηχανισμού Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης, σε κάθε περίπτωση όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί τμήμα ενός γενικότερου μίγματος πολιτικής. Νομίζω ότι θα πρέπει να προσεγγίσουμε τη συζήτηση αυτή κατά τρόπο ώστε να είναι πραγματιστική, να είναι βασισμένη σε δεδομένα, τεκμηριωμένη, χωρίς να είμαστε προσκολλημένοι σε ιδεολογίες και εμμονές. Ο ευρωπαϊκός δρόμος είναι ένας δρόμος συνεργασίας, ένας δρόμος εξεύρεσης κοινού τόπου και νομίζω ότι αυτό θα συμβεί και σε αυτή την περίπτωση».

Ο Τόμας Γκστέντνερ (Thomas Gstaedtner), πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Τραπεζών / Φρανκφούρτη είπε στην παρέμβασή του:

«Το Σύμφωνο Σταθερότητας υπάρχει για να αφομοιώνει κραδασμούς. Είναι σημαντικό λοιπόν να υπάρχει δημοσιονομικός χώρος έτσι ώστε αυτός να αξιοποιηθεί σε μια μη ευνοϊκή οικονομική συγκυρία. Οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης μπορούν να προσαρμοστούν, να γίνουν πιο απλοί, πιο διαφανείς, δεσμευτικοί και να γίνουν οι ανάλογες τεχνικές προσαρμογές. Θα πρέπει επίσης να δούμε ότι τα επιτόκια τα οποία δαπανούν τα κράτη για την εξυπηρέτηση του χρέους, είναι πολύ χαμηλότερα από πριν από μια δεκαετία, άρα η εξυπηρέτηση του χρέους μπορεί να είναι και πιο εύκολη. Το Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να διασφαλίζει την πραγματική μείωση του χρέους και να διασφαλίζει την βιωσιμότητά του του, τη δυνατότητα εξυπηρέτησής του. Πρόκειται όμως κατά κύριο λόγο για μια πολιτική απόφαση.

Οι δείκτες του 60% και 3% είναι δείκτες αναφοράς. Θα ρωτήσει κανείς τι νόημα έχει το 60% να το αυξήσουμε στο 80% ή 90% εάν δεν υπάρχουν προοπτικές να τηρείται το όριο αυτό. Αυτές είναι οι σκέψεις που ακούω συνήθως. Νομίζω ότι σημαντικό είναι εδώ να υπάρχει εμπιστοσύνη ότι γίνονται ουσιαστικές προσπάθειες μείωσης του χρέους. Οι χώρες με χαμηλότερο έλλειμμα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι χρειάζεται κάποια στήριξη των άλλων χωρών, κάποιος βαθμός ευελιξίας. Το ευρώ χτίστηκε σαν ένας χώρος ευελιξίας. Οι σκέψεις περί αμοιβαιοποίησης χρεών και άλλες συναφείς σκέψεις είναι πάντως αντιπαραγωγικές σύμφωνα με διάφορους πολιτικούς».

Ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ , καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, είπε στην παρέμβασή του:

Αυτού του είδους τo Σύμφωνο αποτελεί περισσότερο μια δέσμευση για την διακυβέρνηση, Αυτό είναι το πρώτο. Το δεύτερο που πρέπει να αναρωτηθούμε είναι αν χρειαζόμαστε ένα τέτοιο Σύμφωνο. Ναι το χρειαζόμαστε. Δεν μπορεί να υπάρχει ενιαίο νόμισμα αν δεν υπάρχουν κανόνες πειθαρχίας. Υπάρχει λόγος αναθεώρησης και ο βασικός λόγος είναι ότι δεν είναι πλέον αξιόπιστο. Δεν υπάρχει λόγος να απευθυνθούμε στους πολίτες ή στις κεφαλαιαγορές λέγοντας ότι θα δημιουργήσουμε κάτι το οποίο θα λειτουργήσει στην πράξη, ενώ αυτό δεν θα συμβεί.

Επιτρέψτε μου να μείνω λίγο στο θέμα της αξιοπιστίας των κανόνων, είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα για οικονομίες όπως η ελληνική. Έχουμε βγει από μία περιπέτεια δεκαετή την οποία κανείς μας δεν ξεχνά. Μπορεί κανείς να πει πολλά ως προς το τι κάναμε πράξη, τι πράξαμε ορθά, τι κάναμε λάθος, ποιος φταίει, αλλά ήταν μια πραγματική περιπέτεια η οποία οδήγησε σε μια πολύ βαθιά ύφεση, σε ένα τεράστιο κενό επενδυτικό και ο βασικός λόγος ήταν η έλλειψη αξιοπιστίας και διαφάνειας των κανόνων. Καθένας και καθεμία από εμάς που έζησε τη χώρα αυτή τα τελευταία 10 χρόνια δεν είχε ιδέα για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα τις επόμενες 2-3 εβδομάδες όταν βρισκόμασταν μέσα σε αυτή την κρίση.

Σίγουρα υπάρχει περιθώριο για αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Εάν όμως αυτές οι αλλαγές καταστήσουν το Σύμφωνο πιο αβέβαιο αλλά και αυξηθεί η αβεβαιότητα για τους πολίτες και τις κεφαλαιαγορές, τότε απλώς θα αποτύχει. Το δεύτερο που θέλω να σημειώσω είναι ότι οι ισχύοντες κανόνες είναι ατελείς.

Υπάρχει και ένα ζήτημα που τέθηκε ήδη από τους προλαλήσαντες, η κλιματική αλλαγή. Εάν θέλουμε όμως να λάβουμε σοβαρά στα σοβαρά τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή, τότε η όλη αυτή η συζήτηση περί μετακύλισης υψηλών χρεών στα παιδιά μας, έρχεται συγκριτικά σε δεύτερη μοίρα.

Θα ήθελα να διαφωνήσω ως προς την αισιοδοξία η οποία εκφράζεται για τη συζήτηση αναθεώρησης του Συμφώνου. Θεωρώ ότι θα είναι μια πάρα πολύ δύσκολη συζήτηση τα επόμενα χρόνια ως προς την κατεύθυνση στην οποία θέλουμε να κινηθούμε.

©Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
 

Loading