Πόσο νορμάλ είναι να μη ξέρεις τι θέλεις στα 30+

Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι που κάποιος μπορεί να μην ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Το μόνο σίγουρο, όπως επισημαίνει η κα. Μαίρη Σπαθάρη, οργανωσιακή ψυχολόγος με ειδίκευση στο coaching, είναι πως όλοι θέλουμε να νιώθουμε πως έχουμε έναν σκοπό.

Ρεπορταζ: Βαλάντου Γιαννακούδη

propoli

Σε έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο και με τις προκλήσεις να διαδέχεται η μία την άλλη, πόσος χρόνος δίνεται στον άνθρωπο να εντοπίσει αν είναι όντως ικανοποιημένος από την επαγγελματική του ζωή και κατ’ επέκταση να αναζητήσει τι θα ήταν αυτό που θα τον γέμιζε.

Συνοψίζοντας τον παραπάνω προβληματισμό στο ερώτημα «τι θέλω να κάνω στη ζωή μου» επικοινωνήσαμε με την κα. Σπαθάρη η οποία ειδικεύεται σε θέματα καριέρας. Όπως μας αναφέρει και η ίδια το φαινόμενο του «τι θέλω να κάνω στη ζωή μου είναι πάρα πολύ έντονο.

«Δεν συμβαίνει μόνο στους νέους. Είναι πιο έντονο μετά τη πανδημία γιατί ο κόσμος είχε χρόνο να σκεφτεί, οπότε ήρθε σε πράγματα που δεν τον ικανοποιούν και νιώθει επισφαλής. Η πανδημία μας ανάγκασε να κάνουμε πολλές αλλαγές και η αίσθηση της αλλαγής φάνηκε πιο έντονα στον εργασιακό τομέα», εξηγεί αρχικά η κα. Σπαθάρη.

«Στην πρώτη ηλικιακή κατηγορία, έχουμε ουσιαστικά τα άτομα 22-26 ετών, τα οποία μόλις έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές τους και εκτίθενται για πρώτη φορά στον εργασιακό στίβο. Εκεί έχουμε να αντιμετωπίσουμε ανθρώπους που συνήθως δεν έχουν στόχο και λόγω της ανασφάλειας και της ανεργίας, ενδεχομένως να συμβιβάζονται με θέσεις εργασίας οι οποίες ναι μεν είναι για αρχή προσωρινές αλλά μετά φοβούνται να τις αφήσουν γιατί δε νιώθουν ασφαλείς να ψάξουν για κάτι άλλο σε συνδυασμό με τον φόβο του αγνώστου με αποτέλεσμα να μένουν σε θέσεις εργασίας που δεν τους καλύπτουν ουσιαστικά» αναλύει η ίδια μιλώντας για τη νεότερη ηλικιακή κατηφορία εργαζομένων.

Στις μεγαλύτερες ηλικίες ανθρώπων, παρατηρούνται άλλης φύσεως ζητήματα. «Για παράδειγμα οι Millennials (1981-1996) έχουν επενδύσει πολύ στην κατάρτιση και την εξειδίκευση και πολλές φορές δεν έχουν αποκτήσει την αντίστοιχη εργασιακή εμπειρία. Επομένως, να νιώθουν μετά εγκλωβισμένοι καθώς έχουν υπερ-επενδύσει  στην εκπαίδευση και δυσκολεύονται πολύ να απαγκιστρωθούν από αυτό, καθώς επί σειρά ετών σπούδαζαν πάνω σε ένα αντικείμενο και είναι δύσκολο μετά να δεχτεί κάποιος ότι τελικά δεν του αρέσει. Είναι η γενιά που μεγάλωσε στην χρυσή δεκαετία των 90s, στην ασφάλεια, στην εποχή των «πτυχίων» και κουβαλάει περισσότερα στεγανά. Γενικότερα, οι μεγαλύτερες γενιές δυσκολεύονται να κάνουν αλλαγές» επεξηγεί η κα. Σπαθάρη.

Αυτή η γενιά έχτισε την ασφάλειά της γύρω από την κατάρτιση.

Από την άλλη μεριά, βλέπουμε σήμερα τη γενιά Ζ, η οποία ναι μεν δεν έχει την κατάρτιση των Millennials, όμως έχει μεγαλώσει μέσα στην οικονομική κρίση και τα μνημόνια, δηλαδή σε μία εποχή που δεν είχε καμία ασφάλεια όποτε η προσαρμογή της είναι πιο εύκολη.

Τι συνέβαινε σε προηγούμενες γενιές, κλήθηκε να απαντήσει η κα. Σπαθάρη λέγοντας πως «οι προηγούμενες γενιές δεν ειχαν τις επιλογές που έχουμε σήμερα, ούτε είχαν όλοι πρόσβαση στην εκπαίδευση. Όσο πιο πίσω χρονικά γυρνάμε, εντοπίζουμε περισσότερα στεγανά και προκαταλήψεις, για παράδειγμα εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν σε προηγούμενες γενιές επέλεγαν κυρίως -τα καλά- επαγγέλματα όπως γιατρός και δικηγόρος».

Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται τη ανάγκη τους για αλλαγή αλλά δεν είναι έτοιμοι γι΄αυτό. «Αυτό που παρατηρώ τόσο σε νέους όσο και σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι πως δεν είμαστε καθόλου σε επαφή με το τι είναι σημαντικό για εμάς, τι ταλέντο/δεξιότητες/αξίες έχουμε με αποτέλεσμα όταν δεν είμαστε σε επαφή με αυτό, με τον εαυτό μας ουσιαστικά, συνήθως να βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι σε θέσεις εργασίας που δε μας καλύπτουν γιατί δεν εκφράζουμε πράγματα που μας αρέσουν», τονίζει η ίδια διευκρινίζοντας πως αυτός είναι ο πρώτος που δε είναι κάποιος/α ικανοποιημένος/η από τη δουλειά του/της.

Αν για παράδειγμα είναι σημαντικό για εμένα να είμαι δημιουργός-ή αλλά το εργασιακό μου περιβάλλον με κατευθύνει όχι μόνο προς το αποτέλεσμα που πρέπει να φέρω αλλά και ως προς τον τρόπο, τότε κυριαρχεί το αίσθημα του εγκλωβισμού. 

«Από εκεί και πέρα έρχεται ο φόβος της αλλαγής και η ανασφάλεια της εποχής που μας οδηγεί στο να κάνουμε συμβιβασμούς και πολύ βεβιασμένες κινήσεις για να εξασφαλίσουμε τον βιοπορισμό. Και μετά μπαίνουμε σε μια ρουτίνα κάνοντας ένα disconnection από τον εαυτό μας αφήνοντας πίσω μας το ερώτημα “εγώ τι θέλω να κάνω;” αποσαφηνίζει η ίδια.

Όταν οι εργαζόμενοι εκφράζουν τα θετικά τους στοιχεία, αξιοποιούν τις δεξιότητές τους και υπηρετούν τις αξίες τους στην εργασία, αισθάνονται πιο πλήρεις, σύμφωνα με έρευνες. 

Εξάλλου, οι περισσότερες δυσαρέσκειες στον χώρο εργασίας, όπως εξηγεί η κα. Σπαθάρη, είτε προέρχονται από τον εργαζόμενο είτε από τον εργοδότη, οφείλονται στην ουσία επειδή δεν ευθυγραμμίζονται αξιακά οι δύο πλευρές. 

Ποιες είναι οι πρώτες κινήσεις που μπορεί να πράξει ένα αρχικά για να αρχίσει να αντιλαμβάνεται τι θέλει να κάνει στη ζωή του και ότι δεν τον γεμίσει η καθημερινότητά του;  

Το πρωτο πράγμα που θα πρότεινα σε κάποιον που σκέφτεται ή υπάρχει μία ανάγκη να αλλάζει εργασιακό περιβάλλον ή ψάχνει να βρει έναν στόχο στη ζωή του, θα ήταν η αυτοπαρατήρηση. Να δει τι τον δυσκολεύει, τι του δημιουργεί θετικά συναισθήματα στην καθημερινότητά του (πχ να βρίσκει λύσεις σε ένα πρόβλημα, να οργανώνει και να ξεκινάει ένα νέο project από το 0, να εργάζεται μόνος ή σε ομάδα) και να τα καταγράψει. Η επίγνωση είναι η αρχή της αλλαγής. Στη συνέχεια θα καταλάβει τι είναι σημαντικό. Εκεί σιγά σιγά θα αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις δεξιότητές του και τις αξίες του. 

Είναι καλό να υπάρξει έκθεση σε ερεθίσματα, όπως το να μιλήσω με ανθρώπους που κάνουν άλλες δουλειές και να πάρω πληροφορίες από διαφορετικές πηγές. 

Κάποιες σκέψεις-ερωτήματα που θα μπορούσε να θέσει στον εαυτό του ένας δυνητικός εργαζόμενος πριν προχωρήσει σε συνέντευξη προκειμένου να αντιληφθεί αν όντως θα του άρεσε να εργαστεί εκεί είναι αν η εταιρεία αυτή ταιριάζει στην προσωπικότητά του/της, αν ο τρόπος που δουλεύει αυτή η εταιρεία ευθυγραμμίζεται με τα ταλέντα του/της και αν μπορεί να εξελιχθεί, επισημαίνει η οργανωσιακή ψυχολόγος.

Μαίρη Σπαθάρη, Οργανωσιακή Ψυχολόγος με ειδίκευση στο coaching

Δείτε επίσης: Εργασιακός μεσαίωνας | «Η συνάδελφός μου απέβαλε λόγω εκφοβισμού» – Οι ανήκουστες εμπειρίες εργαζομένων

Loading