Μια συνάντηση με τον Γιάννη Σπάθα

Γράφει η Φιόρη Αναστασία Μεταλληνού

propoli

Η συνέντευξη αυτή μου δόθηκε από τον Γιάννη Σπάθα τον Μάρτιο του 2009, για ένα περιοδικό της Κέρκυρας. Ολόκληρη, όπως ακολουθεί, δημοσιεύεται σήμερα. 

Αφορμή της γνωριμίας μου με τον σπουδαίο μουσικό υπήρξε ο θαυμασμός μου για το καλλιτεχνικό του έργο. Η μουσική του, ένας ήχος πρωτόγνωρος, μαγνητικός, συγκινητικός, με είχε δονήσει από τη πρώτη στιγμή που ήχησε στ’ αυτιά μου. Ήμουν στο σχολείο ακόμα, όταν τυχαία  παρακολούθησα στην κρατική τηλεόραση μια συναυλία με τον ίδιο στην κιθάρα και τον Βασίλη Λέκκα να ερμηνεύει τα «Σύντομα Όνειρα». Σαν να ξεκινούσε ένα ταξίδι σε άλλους κόσμους. 

Έπειτα, ήταν και η επτανήσια καταγωγή του… Από τις πρώτες μας κουβέντες διαπίστωσα ότι ο Γιάννης Σπάθας διέθετε ένα περιβόλι από γοητευτικά χαρακτηριστικά: η ευγένεια, η γλυκύτητα του χαρακτήρα του, η σεμνότητα, ο αυθορμητισμός, η αγάπη και η αφοσίωση στην τέχνη του, η νοσταλγία για τον τόπο του, συμπλήρωναν το ονειρεμένο του ταλέντο.

Ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις σας από τη μουσική και πότε νοιώσατε για πρώτη φορά ότι είστε μουσικός;

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στους Παξούς, μέσα στη μουσική. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου και τα αδέλφια του πατέρα μου ήταν όλοι μουσικοί. Στο κύριό τους επάγγελμα ήταν οικοδόμοι, τα βράδια όμως έπαιζαν μουσική. Ο πατέρας μου ποτέ δεν με πίεσε να μάθω κάποιο όργανο, με βοηθούσε όμως όποτε τον ρωτούσα.. Έπαιζα ακορντεόν. Η κιθάρα ένοιωθα ότι με δυσκόλευε, όπως και το βιολί. Μέχρι τα 12 μου χρόνια, όπου φύγαμε από τους Παξούς, δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θέλω να γίνω μουσικός. Ήθελα να γίνω πολιτικός μηχανικός γιατί μου άρεσαν πολύ τα σπίτια και οι οικοδομές. 

Μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου συνέχισα το σχολείο. Όταν ήμουν 13 ετών, στην τρίτη γυμνασίου, οι φίλοι μου (ο Τουρκογιώργης και ορισμένοι άλλοι) με κάλεσαν να παίξω κιθάρα σε ένα συγκρότημα που είχαν φτιάξει. Τους είπα ότι εγώ δεν ήξερα να παίζω, και γρήγορα διαπίστωσα πως κανείς τους δεν ήξερε και το συγκρότημα το είχαν κατ’ όνομα μόνο. Πήρα λοιπόν την κιθάρα και τους έπαιξα ένα τραγούδι, με το «αυτί», όπως είχα τη μελωδία στο μυαλό μου. Εκείνοι ενθουσιάστηκαν, μου είπαν θα με κάνουν σολίστα και εγώ το πήρα πολύ σοβαρά. Άρχισα να μελετάω για να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου και μέσα σ’ ένα μήνα είχα  μάθει όλα τα ακόρντα. Σ’ ένα χρόνο βγήκαμε και κάναμε συναυλίες, αλλά ακόμα θεωρούσα ότι όλα αυτά τα έκανα για πλάκα. Ήθελα να δώσω εξετάσεις και να περάσω πολιτικός μηχανικός, ώσπου μια μέρα άκουσα στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι του Jimi Hendrix και έπαθα σοκ. Ήταν μια μουσική που μου άρεσε πολύ. Δεν εντυπωσιάστηκα από την δεξιοτεχνία, διότι η δεξιοτεχνία και το περίπλοκο παίξιμο δεν με εντυπωσίαζε. Ήταν η μελωδία που με συγκίνησε, το ταλέντο, η ψυχή του. Τότε είπα ότι θέλω και εγώ να μάθω να παίζω έτσι, ακριβώς γιατί ήθελα να ακούω αυτόν τον ήχο. Από εκείνη τη στιγμή λοιπόν αποφάσισα να ασχοληθώ με τη μουσική». 

Πώς οδηγηθήκατε στην rock μουσική και τη δημιουργία των Socrates;

«Είχαν περάσει μόλις 4 χρόνια, αφότου έφυγα από τους Παξούς όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Jimi Hendrix και ήρθα σε επαφή με τη rock μουσική. Από τότε άρχισα να μελετάω πάρα πολύ, γιατί την τεχνική αυτή της ηλεκτρικής κιθάρας δεν την έπαιζαν στην Ελλάδα τότε σωστά. Φυσικά δεν υπήρχε κάποιος δάσκαλος να μου δείξει, ούτε και στην τηλεόραση μπορούσα να δω κάτι, διότι η τηλεόραση τότε ήταν σπάνιο είδος και φυσικά δεν έπαιζε συχνά αυτή τη μουσική. Ό,τι πρόβλημα αντιμετώπιζα, άκουγα και  προσπαθούσα να το λύσω μόνος μου. Τους Socrates τους δημιουργήσαμε όταν ήμουν 19 χρονών. 

Έδωσα λοιπόν εξετάσεις για πολιτικός μηχανικός, αλλά δεν πέρασα παρότι ήμουν πολύ καλός στα μαθηματικά. Δεν πήγαινα φροντιστήριο και η προσπάθεια που έκανα δεν ήταν αρκετή. Πέρασα όμως στην Ανωτάτη Εμπορική όπου φοίτησα ένα χρόνο και 21 ετών πια, αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με τη μουσική». 

Έχετε αναπτύξει μια τεχνική και δημιουργείτε έναν ήχο στη κιθάρα που έχει τη σφραγίδα σας. Από που επηρεαστήκατε;

«Σαν πρότυπο στην ηλεκτρική κιθάρα είχα τον Jimi Hendrix. Από μικρός έλεγα ότι αυτός θα μείνει στην ιστορία της rock μουσικής και έχω δικαιωθεί διότι η μουσική του περιέχει τόση μελωδία και την έχουν παίξει συγκροτήματα και μουσικοί διαφόρων ειδών όπως για παράδειγμα η Συμφωνική του Λονδίνου, το κουαρτέτο εγχόρδων «Kronos», ο Miles Davis κ.α.».

Πηγή έμπνευσης αποτελούν για σας οι θετικές ή οι αρνητικές εμπειρίες κυρίως;

«Η έμπνευση μπορεί να προκληθεί από το οτιδήποτε. Όλα τα συναισθήματα μπορούν να είναι πηγή έμπνευσης· ο έρωτας, ο πόνος. Ακόμα και το ίδιο το τραγούδι την ώρα που το δημιουργείς, μελωδίες που έχεις στο μυαλό σου, μπορούν να σε εμπνεύσουν. 

Αισθάνομαι ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μέσα του αποθήκες. Κάθε τι που βλέπει, κάθε είδος μουσικής που ακούει, κάθε όργανο, κάθε μουσική φράση, ήχοι από τη φύση, από τα πουλιά (μουσικά διαστήματα είναι και αυτά) αφήνει και περνάνε μέσα του, αναλόγως τι του αρέσει. Όλα αυτά περνάνε και αποθηκεύονται χωρίς καν να ξέρουμε ότι βρίσκονται εκεί. Για παράδειγμα, ήταν ένα ρεφρέν, το οποίο προσπαθούσα να βγάλω για έξι μήνες. Όταν βρισκόμουν έξω και περπάταγα μου ερχόταν και μου άρεσε πολύ. Γυρνώντας όμως σπίτι το ξεχνούσα τελείως, ώσπου κάποια στιγμή το θυμήθηκα και μέσα στο σπίτι. Δεν μπορώ να πω ότι εμπνέομαι από θετικά ή αρνητικά συναισθήματα μόνο. Η έμπνευση μπορεί να προέλθει από διάφορα συναισθήματα και εμπειρίες, διότι είναι  πολλές οι καταγραφές που έχουμε μέσα μας».

Γράφετε μουσική έχοντας τους στίχους μπροστά σας ή και αντίστροφα;

«Και με τους δύο τρόπους έχω δουλέψει. Έχω γράψει και σε στίχους έτοιμους, αλλά και ο στιχουργός έχει γράψει πάνω στη μουσική μου. Για μένα είναι πιο γοητευτικό να μου δώσουν τον στίχο και να γράψω πάνω σ’ αυτόν, γιατί έτσι θα οδηγηθώ κάπου που από μόνος μου ίσως να μην πήγαινα. Προϋπόθεση βέβαια  αποτελεί να μου αρέσει ο στίχος. Στην συνεργασία για παράδειγμα που είχαμε με τον Ευγένιο Αρανίτση, καθίσαμε παρέα ατέλειωτα βράδια και δουλέψαμε μαζί, γράφοντας και εκείνος πάνω στη μουσική μου. Καμιά φορά αισθάνομαι ότι έχουν ειπωθεί όλα με διαφορετικούς τρόπους και αυτό που ψάχνουμε τελικά είναι ο τρόπος για να πούμε κάτι. Πιστεύω πάντως ότι ο στίχος λαμπυρίζει με μια ωραία μουσική, καθώς και το αντίστροφο». 

 

 

Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε και πόσο χρόνο διαρκεί η ολοκλήρωση μιας δισκογραφικής δουλειάς;

«Η όλη διαδικασία συνήθως ξεκινά από τον συνθέτη, ο οποίος έχει την μουσική κάποιων τραγουδιών, τα οποία αποτελούν το βασικό μέρος μιας δουλειάς. Στην συνέχεια ζητά από ένα στιχουργό να του γράψει στίχους. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να έχει ήδη τον στίχο και να έχει γράψει την μουσική πάνω σ’ αυτόν. Η συνεργασία συνθέτη και στιχουργού είναι πολύ σημαντική υπόθεση και τις φορές που πιθανώς δεν αρέσει πολύ ο στίχος στον συνθέτη ή δεν αρέσει η μουσική στον στιχουργό πρέπει να υπάρξει συνεργασία και κατανόηση μεταξύ τους. 

Εφόσον ολοκληρωθεί αυτό το αρχικό στάδιο, τα πράγματα γίνονται πιο χειροπιαστά και αναζητούν τώρα τον κατάλληλο τραγουδιστή ή την τραγουδίστρια που θα τα ερμηνεύσει. Υπάρχει τώρα η πιθανότητα κάποια από τα τραγούδια να μην αρέσουν εντελώς στον τραγουδιστή και να ζητήσει για παράδειγμα να αλλάξουν σε κάποια σημεία. Απαιτείται επομένως και από τον συνθέτη και τον στιχουργό και τον τραγουδιστή να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους, ώστε να δείχνουν πως αισθάνονται και να προχωράει σωστά η δουλειά. 

Στο επόμενο βήμα πρέπει να βρεθεί η κατάλληλη εταιρεία που θα βάλει τα χρήματα  για να πληρωθούν οι ώρες στο στούντιο, ο ενορχηστρωτής, οι μουσικοί και η τύπωση του δίσκου. Οπότε ακούγοντας ξανά τα τραγούδια μπορεί να γίνουν επιπλέον σχόλια από την εταιρεία σχετικά με την μουσική τον στίχο, τον τραγουδιστή. Αφού καταλήξουμε σε όλα αυτά, τότε υπογράφονται τα συμβόλαια και αρχίζει η δουλειά στο στούντιο. Οπότε, σε έναν δίσκο που κυκλοφορεί για παράδειγμα σήμερα, η όλη διεργασία έχει ξεκινήσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν».

Τί θα συμβουλεύατε ένα νέο που θέλει να επιλέξει το επάγγελμα του μουσικού;

«Η δικιά μου συμβουλή είναι ότι ο καθένας πρέπει να ακούει τον εαυτό του. Σίγουρα μπορώ να πω ότι οι καιροί σήμερα δεν είναι οι καλύτεροι για την δισκογραφία. Όμως και στη κατοχή, για παράδειγμα, δεν επικρατούσαν οι ιδανικότερες συνθήκες για να σπουδάζουν οι άνθρωποι, ή να δημιουργούν οικογένειες και παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει πως όλα αυτά δεν έγιναν. Ο άνθρωπος διαθέτει μεγάλη δύναμη και αντοχή. Πρέπει να κοιτάει μπροστά, να προσπαθεί και κυρίως να ευχαριστιέται αυτό που κάνει. Εγώ αυτό είχα πει στον εαυτό μου ξεκινώντας και αυτό έκανα. Δόξα τω Θεώ, τα πράγματα μου ήρθαν πολύ καλά. Δούλεψα όμως πολύ σκληρά και ήμουν επίσης τυχερός που πέτυχα την δισκογραφία σε πολύ καλές εποχές παγκοσμίως». 

Ποιες από τις συνεργασίες σας με έλληνες καλλιτέχνες θα ξεχωρίζατε; «Απαντώντας απολύτως ειλικρινά, λέω ότι έχω περάσει πολύ ωραία με όλους τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκα και έχω μάθει πράγματα από αυτούς. Σου αναφέρω εκείνους με τους οποίους είχα μακροχρόνια συνεργασία. Οι μουσικοί ήταν: ο Αντώνης Τουρκογιώργης, η Μαρία Φαραντούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Λέκκας, η Χαρούλα Αλεξίου και οι στιχουργοί: ο Ευγένιος Αρανίτσης και η Λίνα Νικολακοπούλου. Έχω επίσης συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, αλλά και τον  Μάνο Χατζηδάκι, στο στούντιο και σε συναυλίες, όπου επίσης πέρασα θαυμάσια». 

Πώς αντιμετωπίζετε τον χρόνο στην καλλιτεχνική σας πορεία, αλλά και τη ζωή γενικότερα;

«Δεν βιάζομαι καθόλου. Νομίζω ότι έχω μπροστά μου δισεκατομμύρια χρόνια ζωής  και με βάση αυτό λειτουργώ. Μου αρέσει να φιλοσοφώ και η δουλειά μου ως μουσικός με έχει βοηθήσει να  σκέφτομαι τα πράγματα σε βάθος. Όσον αφορά στην καθημερινή ζωή καταλαβαίνω ότι πρέπει να προσέχω την υγεία μου, όπως ο καθένας μας, διότι εκεί εκδηλώνεται η φθορά του χρόνου. Είμαι πάντως άνθρωπος που δεν αγαπά την αδράνεια, οπότε κινούμαι και γυμνάζομαι, όπως πάντα συνήθιζα να κάνω». 

Αν κλείσετε τώρα τα μάτια σας και σκεφτείτε τους Παξούς, ποια εικόνα σας έρχεται στο μυαλό;

«Έχω μπροστά μου μια εικόνα για την κάθε εποχή του χρόνου: Το καλοκαίρι βλέπω τη «Νεραντού», στην μεριά της Αδριατικής, όπου πηγαίναμε με το πατέρα μου μια φορά το χρόνο. Ήταν η μόνη φορά που ερχόταν για μπάνιο και εγώ περίμενα αυτήν τη μέρα πως και πως, όλο το χρόνο. Υπήρχε και ένα μικρό νησάκι εκεί κοντά. Καθόμασταν εκεί όλη την μέρα. Τι να σου πω, τα νερά είναι απίστευτα! Το φθινόπωρο μου άρεσε το άρωμα από τα άνθη της νεσπολιάς. Μου θύμιζε ότι πρέπει να πάω στο σχολείο. Το χειμώνα, μου άρεσε πολύ η βροχή, που όταν ξεκινούσε, ξεχνούσε να σταματήσει. Φτιάχναμε θυμάμαι υδραγωγείο. Την άνοιξη, κυρίως το Πάσχα, πήγαινα μέσα στο κηπάρι μας, όπου άνθιζαν όλα τα λουλούδια, ξάπλωνα και άκουγα μέσα στ’ αυτιά μου τον ήχο από τα ζουζούνια, μέχρι που αποκοιμιόμουν εκεί.

Όταν λοιπόν μας πρότειναν συμβόλαιο για καριέρα στην Αμερική με τις εταιρείες  Virgin και Warning Records (όπου τελικά δεν δέχθηκα) κάθισα κάτω από μια αχλαδιά για να σκεφτώ. Ήταν κοντά στον Ιούνιο και το πρώτο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν η «Νεραντού»».

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading