Η «προίκα» και τα «φέσια» της οικονομίας μας

Γ. Σταφυλάς
H αναφορά του υπηρεσιακού πλέον πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, σε 400 δισεκατομμύρια ευρώ χρέος δεν προκαλεί καμία απορία, καθώς ουδεμία σχέση έχει με την αλήθεια, πόσω μάλλον με την οικονομία.

propoli

Το 2015 παρέλαβε την οικονομία με το χρέος στο 176% του Ακαθάριστου Εθνικού προϊόντος (ΑΕΠ) και τέσσερα χρόνια μετά ετοιμάζεται να το παραδώσει στο 178% του ΑΕΠ ή 104 δισ. ευρώ. Αν δεν αρκεί αυτό, ας δούμε τι κατάφερε με αυτή την σχέση ΑΕΠ/δανεισμού. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογουμένων προς τις εφορίες εκτοξεύθηκαν στα 104 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά με τις οφειλές  προς τα ασφαλιστικά ταμεία φθάνουν τα 190 δισ. ευρώ. Όσο δηλαδή διαμορφώθηκε το ΑΕΠ σε αυτά τα τέσσερα χρόνια.

Το τι παράγουμε ως οικονομία, δηλαδή το ΑΕΠ, αυξήθηκε από 185,6 δισεκατομμύρια ευρώ στα 190,5 δισ. ευρώ το 2018. Μια αύξηση η οποία οδήγησε στη σημερινή αναιμική οικονομία. Οι καταθέσεις από τα 164,7 δισ. ευρώ σημείωσαν απώλειες 42,5 δισ. ευρώ ή 35% μέσα σε επτά μήνες, μέχρι τον Ιούνιο του 2015. Και σήμερα, ύστερα από τέσσερα χρόνια κεφαλαιακών ελέγχων, οι καταθέσεις παραμένουν στα 134,7 δισ. ευρώ, καθώς οι καταθέτες απέσυραν τα χρήματα τους για να ανταποκριθούν στην υπέρογκη φορολογία ή τις καθημερινές τους ανάγκες. Μια οικονομία, όμως, η οποία δεν έχει ικανή αύξηση καταθέσεων διαθέτει ελάχιστες προοπτικές ανάπτυξης. Η άνοδος της αποταμίευσης μαζί με την πτώση της κανονικής ανεργίας είναι οι δυο κύριες συνισταμένες για την ανάπτυξη της οικονομίας.

Αλλά δεν είναι μόνο το δημόσιο χρέος που καθηλώνει την ελληνική οικονομία. Το ιδιωτικό χρέος, το οποίο παραδίδει τυπικά ο πρωθυπουργός, συμπληρώνει την εικόνα καχεξίας της ελληνικής οικονομίας, αν και δεν είναι καθαρά ελληνικό φαινόμενο. Οι περισσότερες χώρες του ευρωπαϊκού νότου μαστίζονται από την έκρηξη του ιδιωτικού χρέους των πολιτών τους. Εδώ το πρόβλημα προστίθεται σε όλα τα άλλα και επιδεινώνει τη γενικότερη κατάσταση της οικονομίας.
Το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο ξεπέρασε στο τέλος του 2018 το ποσό των 190 δισ. ευρώ. Κι αυτό τη στιγμή που το ελληνικό ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο τέλος του 2017 στα 177,28 δισ. ευρώ.

Όλοι χρωστούν σε όλους

Στο περιβάλλον αυτό, όπου «όλοι χρωστούν σε όλους» δεν θα μπορούσε να λείπει και το δημόσιο χρέος προς τους ιδιώτες. Η κυβέρνηση Τσίπρα το παρέλαβε στα 3,8 δισ. ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια της θητείας της έλαβε από τους δανειστές έξι δισ. ευρώ, ώστε να τα αποπληρώσει. Κι όμως σήμερα, τα χρέη του Δημοσίου προς ιδιώτες ξεπερνούν τα 2,1 δισ. ευρώ. Ακόμα κι αν όλα τα προηγούμενα θα μπορούσε κανείς να τα παραβλέψει, είναι αδύνατο να μην λάβει υπόψη του την επενδυτική άπνοια σε μια χώρα όπως η δική μας, που χρειάζεται επενδύσεις όπως ένας περιπλανώμενος ζητά νερό στην έρημο. Εδώ το πρόβλημα είναι διπλό: το άμεσο είναι η κυβερνητική απόφαση να μειώσει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, ώστε να αναπτύξει την επιδοματική της πολιτική με το βλέμμα στις κάλπες του Μαΐου.
Ο πληθωρισμός κατά το Μάιο του 2019 βρέθηκε μόλις στο 0,2%, μια ανάσα από το απόλυτο μηδέν. Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, έπειτα από εννέα χρόνια εσωτερικής υποτίμησης, στο ναδίρ. Βέβαια, σταθερά κάτω από το όριο του 2% που έθεσε η ΕΚΤ βρίσκεται και το σύνολο, σχεδόν, των οικονομιών που επί πολλούς μήνες στηρίζονταν με την περίφημη «ποσοτική χαλάρωση», βοήθεια που η δική μας οικονομία δεν κατάφερε να έχει.
Επίσης η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε περαιτέρω τον Απρίλιο του 2019 κατά 0,8% συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2018. Τι είν’ ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του… Δεν χρειάζεται, βέβαια, να είναι κανείς σπουδαγμένος οικονομολόγος για να καταλάβει ότι μια οικονομία (είτε είναι νοικοκυριό, είτε εθνική οικονομία) για να αναπτυχθεί πρέπει πριν και πάνω από όλα να παράγει πλούτο. Μπαίνουν χρήματα στο νοικοκυριό; Οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται. Δεν μπαίνουν; Υπάρχει πρόβλημα.

 


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Loading