Στο «σκαμνί» ΑΚΤΩΡ και ΤΕΡΝΑ για τον προαστιακό

του Θεόδωρου Παπαδόπουλου
Σε εξέλιξη βρίσκεται στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας η δίκη αναφορικά με την αναβάθμιση της γραμμής Πειραιάς-ΣΚΑ του προαστιακού. Πρόκειται για την περιβόητη σύμβαση 994/2005 (η οποία δόθηκε με απευθείας ανάθεση το 2005 στην κοινοπραξία Siemens AG ‐ ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ ‐ ΤΕΡΝΑ με τίμημα 160 εκατ. ευρώ) του τρίτου τμήματος του Προαστιακού Σιδηροδρόμου ΣΚΑ ‐ Τρεις Γέφυρες ‐ Αθήνα ‐ Πειραιάς, το οποίο ακόμη και σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί. Στο «σκαμνί» κάθονται συνολικά περί τα 21 άτομα, μεταξύ αυτών πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ΟΣΕ, όπως επίσης και οι γνωστοί κατασκευαστές Γιώργος Περιστέρης, επικεφαλής της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, και Δημήτρης Κούτρας, διευθύνων σύμβουλος του ΑΚΤΩΡΑ, εκπρόσωποι της αναδόχου κοινοπραξίας.

propoli

Στις εκατοντάδες σελίδες του υπ’ αριθμόν 412/2018 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών περιγράφονται αναλυτικά οι κατηγορίες που βαραίνουν καθέναν από τους κατηγορουμένους, καθώς επίσης και τα λάθη και οι παραλείψεις των υπευθύνων που είχαν ως αποτέλεσμα να ζημιωθεί το ελληνικό Δημόσιο.

Το επίμαχο έργο ανατέθηκε στην κοινοπραξία των τριών εταιρειών με απόφαση του τότε ΔΣ του ΟΣΕ στις 5 Σεπτεμβρίου του 2003. Μεταξύ των όσων κατηγορούνται από την τότε διοίκηση του ΟΣΕ είναι ο τότε Διοικητής, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΣΕ Κωνσταντίνος Γιαννακός, ο τότε υποδιοικητής και αντιπρόεδρος του ΔΣ Λάμπρος Μάκκας και τέσσερα μέλη του τότε ΔΣ, οι Δαμιανή Αντανασιώτη, Χρήστος Γιαννακόπουλος, Άγγελος Αργυρίου και Βασίλης Καλλιβωκάς, όπως επίσης ο πρώην γενικός διευθυντής Υποδομής του ΟΣΕ Αντώνιος Κοτζαμπασάκης, τα τότε μέλη της Επιτροπής Εισ. Ανάθεσης Κωνσταντίνος Λιακόπουλος, Ευάγγελος Μπιρλιράκης, Αθανάσιος Μπασαγιάννης και Ευστάθιος Τσέγκος.

Η προσφορά των εταιρειών ανερχόταν σε 159,844 εκατ. ευρώ χωρίς ΦΠΑ, ή συνολικού ύψους 188,616 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο βούλευμα «φωτιά» του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η ανάθεση έγινε «χωρίς καν να διαπραγματευτούν βελτίωση της προσφοράς, μεθοδεύοντας στην ουσία μία συγκεκαλυμμένη απευθείας ανάθεση του έργου στη συγκεκριμένη ανάδοχο». Το έργο έπρεπε να ολοκληρωθεί μέσα σε 8 μήνες. Κάτι τέτοιο ωστόσο όπως περιγράφεται στο βούλευμα ήταν ανέφικτο να συμβεί, με αποτέλεσμα να έπρεπε να δοθούν διαρκώς παρατάσεις που θα είχαν ως αποτέλεσμα να εκτοξευθεί το κόστος του έργου. Με βάση τη σύμβαση το έργο επρόκειτο να ολοκληρωθεί σε μόλις 8 μήνες, ωστόσο 13 χρόνια αργότερα δεν έχει ολοκληρωθεί.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα τα μέλη της τότε Διοίκησης του ΟΣΕ υπέγραψαν την επίμαχη σύμβαση «με σκοπό να ωφεληθούν οι ίδιοι καρπούμενοι στο μέλλον άγνωστα ωφελήματα, αλλά και για να ωφελήσουν την ανωτέρω κοινοπραξία ώστε να κατακυρωθεί σε αυτή το έργο και να υπογραφεί η σχετική σύμβαση προκειμένου να καρπωθεί το κέρδος και την υπερβολικά υψηλή αμοιβή της, αλλά και από τις αναθεωρήσεις των τιμών (υλικών και εργασιών), εξαιτίας των βέβαιων παρατάσεων της συμβατικώς ορισθείσας 8μηνης προθεσμίας, η τήρηση της οποίας ήταν ανέφικτη και αυτοί το γνώριζαν…». Η τότε διοίκηση θα έπρεπε κανονικά να μην εγκρίνει την κατακύρωση του διαγωνισμού στην κοινοπραξία, να την ακυρώσουν και να επαναδημοπρατήσουν το έργο «με τροποποίηση των δυσμενών όρων της διακήρυξης που είχαν εμποδίσει την ανάπτυξη ανταγωνισμού». Οι αλλαγές στους όρους της διακήρυξης θα είχαν ως αποτέλεσμα να συμμετέχουν στο διαγωνισμό περισσότεροι ενδιαφερόμενοι ώστε να επιτευχθούν μεγαλύτερες εκπτώσεις και να μειωθεί το κόστος του έργου. Επιπλέον, στο βούλευμα σημειώνεται πως η μοναδική κατατεθείσα προσφορά στο διαγωνισμό, αυτή της κοινοπραξίας, ήταν «μη συμφέρουσα και ζημιογόνος για την περιουσία του ελληνικού Δημοσίου λόγω της πολύ χαμηλής έκπτωσης που πρόσφερε».

«Ελλιπής προπαρασκευή στην εκτέλεση του έργου»

Στο ίδιο βούλευμα γίνεται επίσης λόγος για ελλιπή προπαρασκευή στην εκτέλεση του έργου με αποτέλεσμα η ολοκλήρωση του να ήταν ανέφικτη μέσα σε 8 μήνες. Όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων, δεν είχε χορηγηθεί η προβλεπόμενη κατά το νόμο προθεσμία υποβολής προσφορών, διάρκειας τουλάχιστον 52 ημερών ή ακόμη και 34 ημερών, και μάλιστα εν μέσω των θερινών διακοπών του Αυγούστου, όπου όλες οι επιχειρήσεις υπολειτουργούν. Επιπλέον, τα τεύχη δημοπράτησης του οργανισμού περιείχαν σοβαρές ασάφειες και τυπογραφικά λάθη τα οποία έχριζαν διευκρίνισης και διόρθωσης προκειμένου να συνταχθεί σαφή προσφορά από τις ενδιαφερόμενες εργοληπτικές επιχειρήσεις, ενώ δεν είχε παραδοθεί αντίγραφο της σχετικής γεωτεχνικής έρευνας. Ακόμη, το γεγονός ότι είχε οριστεί ως προθεσμία περάτωσης του έργου οι 8 μήνες, και μάλιστα με πρόβλεψη ιδιαίτερα υψηλών ποινικών ρητρών σε περίπτωση παραβίασής της, «έδρασε αποτρεπτικά για τη συμμετοχή και άλλων ενδιαφερομένων, οι οποίοι δεν κατέθεσαν προσφορά». Ιδιαίτερα σημαντικά είναι και όσα αναφέρονται περί «ανωριμότητας μελετών κατά τη δημοπράτηση και ότι δεν είχε εξασφαλιστεί ο βασικός σχεδιασμός του έργου», με αποτέλεσμα «να αναμένονται με βεβαιότητα αντικειμενικά σημαντικές τροποποιήσεις του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου του και κατ’ επέκταση παράταση του χρονοδιαγράμματος», ενώ υπήρχε και έλλειψη περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

«Ήταν βέβαιο, με βάση και την προγενέστερη εμπειρία σε άλλα παρόμοια έργα, ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών θα ανέκυπταν ιδιαίτερα χρονοβόρες εμπλοκές λόγω των υπαρχόντων δικτύων κοινής ωφέλειας αλλά και λόγω αρχαιολογικών ανασκαφών, ζητήματα εξαιτίας των οποίων πράγματι η 8μηνη προθεσμία περάτωσης του έργου παρατάθηκε όπως ήταν αναμενόμενο συνολικά 11 φορές…» υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.

Ζημία εκατομμυρίων για το ελληνικό Δημόσιο

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να ζημιωθεί το ελληνικό Δημόσιο με αρκετά εκατομμύρια ευρώ. Η ζημία υπολογίζεται στο βούλευμα είτε στα 17,812 εκατ. ευρώ ή στο 1,123 εκατ. ευρώ επειδή στο διαγωνισμό δεν συμμετείχαν περισσότερες εταιρείες με αποτέλεσμα να επιτευχθεί ακόμη μεγαλύτερη έκπτωση. Με ακόμη 20,377 εκατ. ευρώ ζημιώθηκε το ελληνικό Δημόσιο εξαιτίας της επιπλέον δαπάνης που προκλήθηκε λόγω των αναθεωρήσεων των συμβατικών τιμών (εργασιών και υλικών) για το χρονικό διάστημα από το πρώτο τρίμηνο του 2003 μέχρι και την 31 Οκτωβρίου 2010. Χρονικό διάστημα όπου η προθεσμία παρατάθηκε 11 φορές. Ζημία ακόμη 79,922 εκατ. ευρώ καταγράφεται επίσης επειδή επιβαρύνθηκε ο κρατικός προϋπολογισμός από την εκτέλεση του έργου με αμιγώς εθνικούς πόρους με ταυτόχρονη αφαίρεσή του από το «Μέτρο 3,1 του Άξονα Ι του ΕΠ ΣΑΑΣ». Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα, εάν το έργο παρέμενε εκεί, θα εξακολουθούσε να ήταν συγχρηματοδοτούμενο και θα λάμβανε κοινοτική συνδρομή ύψους 79,922 εκατ. ευρώ.

Ερωτήσεις Νικολόπουλου στη Βουλή

Να σημειωθεί ότι για το θέμα είχε καταθέσει ουκ ολίγες φορές ερώτηση στη βουλή προς τους αρμόδιους υπουργούς ο ανεξάρτητος βουλευτής Νίκος Νικολόπουλος.

«Το “πέρα-δώθε” της σχετικής δικογραφίας, μεταξύ Πρωτοδικείου, Εφετείου και ανακριτικών γραφείων, άρχισε το 2004 και διήρκεσε δεκατέσσερα (14) ολόκληρα χρόνια(!!!), ενώ το τεράστιο αυτό σκάνδαλο απασχόλησε το 2010 και την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για την υπόθεση της Siemens, ενώπιον της οποίας κατέθεσαν αποκαλυπτικά στοιχεία τα στελέχη του ΟΣΕ κ. Δημ. Καραπάνος και Εμμ. Παναγιώτου, εισπράττοντας, σε μια προσπάθεια φίμωσής τους και εκφοβισμού τους, αγωγές εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ από εμπλεκόμενους υπουργούς και από τον βασικό κατηγορούμενο από την πλευρά του ΟΣΕ.

Οφείλω να τονίσω ιδιαιτέρως ότι, αν δεν βρισκόταν η σημερινή Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κυρία Ξένη Δημητρίου, η οποία, ως αρμόδια Εισαγγελέας Εφετών, δεν έκανε δεκτή δυο (2) φορές την πρόταση του 2ου Ειδικού Ανακριτή κ. Δημ. Οικονόμου για αρχειοθέτηση της δικογραφίας, τότε το μεγάλο αυτό σκάνδαλο θα είχε ενταφιαστεί» είχε δηλώσει δημόσια ο κ. Νικολόπουλος όταν εξεδόθη το παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.

Loading